κατάθλιψη

κατάθλιψη
Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων αισθημάτων, που προέρχονται από όλο το σώμα του. Παρατηρούνται διαταραχές του ύπνου, της όρεξης και της σεξουαλικής επιθυμίας, βραδύτητα της σκέψης και μειωμένη κινητικότητα. Ο ασθενής αμφιβάλλει για τις ικανότητές του, φοβάται ότι δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσει καμία εργασία, με συνέπεια να σταματήσει να ενδιαφέρεται για την κοινωνική ζωή και για την εργασία του. Έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για την κ. ενοχοποιείται συχνά η κληρονομική προδιάθεση, ενώ οι γυναίκες φαίνεται να είναι περισσότερο επιρρεπείς σε τέτοιου είδους διαταραχές, αν και το στοιχείο αυτό μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι οι άντρες αποκαλύπτουν δυσκολότερα τα ψυχολογικά τους προβλήματα. H κ. μπορεί να είναι μια παροδική κατάσταση ατομικής αντίδρασης σε θλιβερά περιστατικά, όπως για παράδειγμα o θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου ή μια επαγγελματική αποτυχία. Στις περιπτώσεις αυτές, το καταθλιπτικό επεισόδιο δεν διαρκεί πολύ και ο βαθμός του είναι ανάλογος με το γεγονός που το προκάλεσε. Ως κ. αναφέρεται και η κ. της λοχείας, η οποία πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την ολιγοήμερη υπερευαισθησία (μια εκδήλωση της οποίας είναι το πολύ συχνό κλάμα) που παρουσιάζουν πολλές γυναίκες αμέσως μετά τον τοκετό και διαρκεί το πολύ δύο εβδομάδες. Αντίθετα η κ. της λοχείας αρχίζει αργότερα, διαρκεί έως και χρόνια μετά τον τοκετό και η μητέρα μπορεί να κατέχεται από σκέψεις να βλάψει το μωρό ή να επιχειρήσει αυτοκτονία. Στην παθογένεια της νόσου υπεισέρχεται, πλην των ψυχικών πιέσεων λόγω της μεγάλης αλλαγής της ζωής, και η απότομη πτώση των επιπέδων της προγεστερόνης στο αίμα μετά τον τοκετό. Άλλες φορές η κ. είναι εκδήλωση μιας σοβαρής ψυχικής νόσου, της καταθλιπτικής ψύχωσης, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί και με τη διπολική μορφή της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αποκαλύπτεται καμία σχέση μεταξύ της κ. και των γεγονότων που έχει βιώσει ο ασθενής· η πάθηση εξελίσσεται κατά αυτόνομο τρόπο και προέρχεται από μια ιδιοσυστατική διαταραχή. Η ανία της ύπαρξης μπορεί να φτάσει (σε μερικές περιπτώσεις) σε τέτοια επίπεδα ώστε να οδηγήσει τον ασθενή στην αυτοκτονία. Ευτυχώς όμως η κ. συγκαταλέγεται στις ψυχιατρικές νόσους οι οποίες αντιμετωπίζονται με ικανοποιητική επιτυχία. Αποτελεσματικά θεραπευτικά μέσα θεωρούνται κατά περίπτωση τα διάφορα ψυχοφάρμακα και, ως τελευταία λύση, το ηλεκτροσόκ.
* * *
η [καταθλίβω]
ισχυρή πίεση, καταπίεση
νεοελλ.
1. καταδυνάστευση, κατατυράννηση
2. βαθιά θλίψη, μελαγχολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάθλιψη — η 1.ισχυρή πίεση: Από την κατάθλιψη του μπαούλου που έπεσε πάνω του έσπασε το χέρι του. 2. στενοχώρια: Πάσχει από κατάθλιψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • Giro Apo T'Oneiro — Γύρω Από Τ Όνειρο Studio album by Elena Paparizou Released …   Wikipedia

  • έκθλιψη — η (AM ἔκθλιψις) 1. εξαγωγή, αφαίρεση χυμού με συμπίεση 2. αποβολή τελικού φθόγγου ή διφθόγγου που σημειώνεται με απόστροφο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. ειδική μέθοδος εξαγωγής τών αιθέριων ελαίων αρχ. κατάθλιψη, θλίψη …   Dictionary of Greek

  • ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… …   Dictionary of Greek

  • αντεροσπασμός — ο σπασμός των εντέρων, σπαραγμός, κατάθλιψη …   Dictionary of Greek

  • αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… …   Dictionary of Greek

  • βάρυνση — η (Α βάρυνσις) [βαρύνω] νεοελλ. ο τονισμός μιας λέξης με βαρεία αρχ. 1. ενόχληση, κατάθλιψη 2. το ζύγισμα …   Dictionary of Greek

  • γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • εκθλιβή — η (AM ἐκθλιβή) νεοελλ. η έκθλιψη, η αφαίρεση τού χυμού με συμπίεση («εκθλιβή σταφυλιών, τεύτλων κ.λπ.») αρχ. κατάθλιψη, στενοχώρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”